κεκμηώς — κεκμηώς, ότος και ώτος (Α) επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. τού κάμνω, αντί κεκμηκώς … Dictionary of Greek
κεκμηώς — κάμνω work perf part act masc nom/voc sg κάμνω work perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)